- επετειοφόρος
- ἐπετειοφόρος, -ον (Α)(για φυτά) αυτός που καρποφορεί κάθε χρόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επέτειος + -φόρος (< φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπετειοφόρα — ἐπετειοφόρος fruiting every year neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επετειοφορώ — ἐπετειοφορῶ, έω (Α) [επετειοφόρος] καρποφορῶ κάθε χρόνο … Dictionary of Greek